- εύωνος
- -η, -ο (Α εὔωνος, -ον)αυτός που αγοράζεται εύκολα, με μικρή τιμή, ευτελής, φθηνός, οικονομικός, προσιτόςαρχ.(για πρόσ.) ολιγοδάπανος, αυτός που δέχεται μικρό μισθό για κάποια υπηρεσία.επίρρ...ευώνως (Α)με εύωνο τρόπο, αντί μικρής τιμής, φθηνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + -ωνος (< ωνούμαι «αγοράζω»), πρβλ. υπερ-εύ-ωνος].
Dictionary of Greek. 2013.